Translation glossary: English-Greek (medical, pharmaceutical, medical devices, clinical trials, EMA, etc.)

Creator:
Filter
Reset
Showing entries 51-100 of 342
« Prev Next »
 
awlσουβλί 
Englisch > Griechisch
back tableεκτός του οργανισμού 
Englisch > Griechisch
Barrier Drapeχειρουργικό κάλυμμα/οθόνιο 
Englisch > Griechisch
BBS (buried bumper syndrome)σύνδρομο ενταφιασμού του έσω σταθεροποιητή 
Englisch > Griechisch
Berufsgenossenschaftliche Regelnκανόνες της επαγγελματικής ένωσης 
Deutsch > Griechisch
bigeminyδιδυμία 
Englisch > Griechisch
bilateral cingulate gyrusαμφίπλευρη έλικα προσαγωγίου 
Englisch > Griechisch
biliary dilation cathetersκαθετήρες διαστολής χοληφόρων 
Englisch > Griechisch
by increments ofκατά βήματα των..., κατά αυξητικά βήματα των... 
Englisch > Griechisch
cascadeκαταρράκτης 
Englisch > Griechisch
case clusterσυρροή κρουσμάτων 
Englisch > Griechisch
Cell strainerφίλτρο κυττάρων 
Englisch > Griechisch
censoredαποκομμένος(-η, -ο) κ.λπ. 
Englisch > Griechisch
clinical characterization case record form (clinical CRF)έντυπο αναφοράς περιστατικού για τον κλινικό χαρακτηρισμό (νόσου) 
Englisch > Griechisch
clinical characterization case record form (clinical CRF)έντυπο αναφοράς περιστατικού για τον κλινικό χαρακτηρισμό (νόσου) 
Englisch > Griechisch
Coa sesΣτεντ που εκλύει σιρόλιμους για την αντιμετώπιση της στένωσης της αορτής 
Griechisch > Englisch
coaxial coarse and fine driveομοαξονικός μηχανισμός μεγαλομετρικής και μικρομετρικής εστίασης / αδρής και λεπτής ρύθμισης εστίασης 
Englisch > Griechisch
conditional on matching factorsδεσμευμένη για εξομοιωμένους παράγοντες 
Englisch > Griechisch
cortical ribbonφλοιώδης φαιά ουσία 
Englisch > Griechisch
crossbridgesεγκάρσιες γέφυρες 
Englisch > Griechisch
crosstalkδιασυνομιλία, διασταυρούμενη συνομιλία 
Englisch > Griechisch
de-medicaliseαποϊατρικοποίηση 
Englisch > Griechisch
dead man switchδιακόπτης (ασφαλείας) που επιτρέπει τη λειτουργία μόνο όταν πιέζεται (τύπου dead man) 
Englisch > Griechisch
decompensatedμη αντιρροπούμενη 
Englisch > Griechisch
diurnalημερήσιος 
Englisch > Griechisch
efficacy/effectiveness studiesδοκιμαστικές/ερευνητικές μελέτες/ μελέτες αποτελεσματικότητας 
Englisch > Griechisch
excursion factorσυντελεστής υπέρβασης 
Englisch > Griechisch
f ή pπροσθιοπίσθια ή πλάγια (ακτινογραφία) 
Griechisch > Englisch
fasciculationδεσμίδωση 
Englisch > Griechisch
fimbrioplastyπλαστική κροσσών 
Englisch > Griechisch
firm bone unionσταθερή/καλή οστική πώρωση 
Englisch > Griechisch
Fistulagramσυριγγογραφία | συριγγιογραφία (βλ. συζήτηση) 
Englisch > Griechisch
fit to individual participant dataκατάλληλο/προσαρμοσμένο στα δεδομένα του κάθε συμμετέχοντα | (το μοντέλο) προσαρμόστηκε σε δεδομένα (σε επίπεδο) μεμονωμένων συμμετεχόντων 
Englisch > Griechisch
fitted by restricted cubic splinesπροσαρμοσμένη μέσω περιορισμένων κυβικών τμηματικών πολυωνύμων (splines) 
Englisch > Griechisch
foil/foil blistersσυσκευασία μπλίστερ αλουμινίου 
Englisch > Griechisch
Frankfurt Planeεπίπεδο (της) Φρανκφούρτης 
Englisch > Griechisch
friction rubτριβή τενόντων 
Englisch > Griechisch
fungating carcinomasανθοκραμβοειδή καρκινώματα | ελκωτικά καρκινώματα | καρκινώματα μυκητοειδούς όψης (βλ. Explanation) 
Englisch > Griechisch
fusion takedownαρθρόδεση, αρθροδεσία 
Englisch > Griechisch
gene bulletsμικροβλήματα γονιδίων 
Englisch > Griechisch
Glyceryl 1-acetate1-οξικός γλυκερυλεστέρας | 1-οξικό γλυκερύλιο | μονοακετίνη/1 οξική γλυκερόλη 
Englisch > Griechisch
granulation tissue / proud flesh)κοκκιώδης ιστός / υπερτροφικός κοκκιώδης ιστός 
Englisch > Griechisch
groinβουβώνας/βουβωνική χώρα 
Englisch > Griechisch
hemi-hysterectomyημιυστερεκτομή 
Englisch > Griechisch
heparinized saline solutionηπαρινισμένο αλατούχο διάλυμα 
Englisch > Griechisch
ICONέλεγχος β- χοριακής γοναδοτροπίνης στα ούρα 
Englisch > Griechisch
in a stocking-glove distributionκατανομή γαντιού-κάλτσας 
Englisch > Griechisch
In singlicateεις απλούν 
Englisch > Griechisch
incrementδιαβαθμίσεις (αύξησης)/διαβαθμισμένο σε ή διαβάθμιση 40 (αυξητικών)βημάτων/θέσων 
Englisch > Griechisch
ingrowth of tissue into the implantανάπτυξη ιστού μέσα στο εμφύτευμα | είσφρυση ιστού στο εμφύτευμα 
Englisch > Griechisch
« Prev Next »
All of ProZ.com
  • All of ProZ.com
  • Begriffsuche
  • Jobs
  • Foren
  • Multiple search