Mi amigo no encontró lo que buscaba, y según yo llegué a presumir, consistió en que no buscaba nada, que es precisamente lo mismo que a otros muchos les acontece. Algunas madres, sí, buscaban a sus hijas, y algunos maridos a sus mujeres, pero ni una sola hija buscaba a su madre, ni una sola mujer a su marido. Acaso—decían,—se habrán quedado dormidas entre la confusión en alguna pieza... Es posible—decía yo para mí,—pero no es probable.
Una máscara vino disparada hacia mí.
—¿Eres tú?—me preguntó misteriosamente.
—Yo soy—le respondí seguro de no mentir.
—Conocí el dominó; pero esta noche es imposible; Paquita está ahí; mas el marido se ha empeñado en venir; no sabemos por dónde diantres ha encontrado billetes. ¡Lástima grande! ¡mira tú qué ocasión! Te hemos visto, y no atreviéndose a hablarte ella misma, me envía para decirte que mañana sin falta os veréis en la Sartén... Dominó encarnado y lazos blancos...
—Bien.
—¿Estás?
—No faltaré.
—¿Y tu mujer, hombre?—le decía a un ente rarísimo que se había vestido todo de cuernecitos de abundancia, un dominó negro que llevaba otro igual del brazo.
—Durmiendo estará ahora; por más que he hecho, no he podido decidirla a que venga; no hay otra más enemiga de diversiones.
—Así descansas tú en su virtud; ¿piensas estar aquí toda la noche?
—No, hasta las cuatro.
—Haces bien.
En esto se había alejado el de los cuernecillos, y entreoí estas palabras:
—Nada ha sospechado.
—¿Cómo era posible? Si salí una hora después que él...
—¿A las cuatro ha dicho?
—Sí.
—Tenemos tiempo. ¿Estás segura de la criada?
—No hay cuidado alguno, porque...
Una oleada cortó el hilo de mi curiosidad; las demás palabras del diálogo se confundieron con las repetidas voces de: ¿me conoces? te conozco, etcétera, etc.
¿Pues no parecía estrella mía haber traído esta noche un dominó igual al de todos los amantes, más feliz, por cierto, que Quevedo, que se parecía de noche a cuantos esperaban para pegarles?
—¡Chis! ¡chis! Por fin te encontré—me dijo otra máscara esbelta, asiéndome del brazo, y con su voz tierna y agitada por la esperanza satisfecha. ¿Hace mucho que me buscabas?
—No por cierto, porque no esperaba encontrarte. | Ο φίλος μου δεν βρήκε αυτό που έψαχνε, και όπως υπέθεσα τελικά, μάλλον δεν έψαχνε τίποτα, αυτό ακριβώς που συμβαίνει δηλαδή με όλους. Φυσικά, κάποιες μάνες έψαχναν τις κόρες τους και κάποιοι σύζυγοι τις γυναίκες τους, αλλά ούτε μία κόρη δεν έψαχνε τη μάνα της και ούτε μία γυναίκα το σύζυγό της. Ίσως – έλεγαν – να αποκοιμήθηκαν μέσα στη σύχγιση, μέσα στη μουσική... Είναι δυνατόν – έλεγα από μέσα μου – αλλά δεν είναι πιθανόν. Μία μάσκα κινήθηκε βιαστικά προς το μέρος μου. - Εσύ είσαι; – με ρώτησε συνωμοτικά - Εγώ είμαι – απάντησα, σίγουρος πως δεν έλεγα ψέματα. - Σε κατάλαβα από το ντόμινο· απόψε όμως δεν γίνεται· εκείνη εκεί είναι η Paquita· αλλά ο σύζυγος βάλθηκε να έρθει κι αυτός· δεν ξέρουμε πού στο καλό βρήκε προσκλήσεις. Κρίμα, τέτοια ευκαιρία! Σε είδαμε, και επειδή δεν τολμάει να σου μιλήσει η ίδια, έστειλε εμένα να σου πω πως αύριο θα βρεθείτε σίγουρα στη Sartén... Με κόκκινο ντόμινο και λευκές κορδέλες... - Καλά. - Σύμφωνοι; - Θα έρθω σίγουρα. - Και με τη γυναίκα σου τι γίνεται; - είπε σε κάποιο άλλο περίεργο ον που ήταν ντυμένο όλο, πάνω ως κάτω, με μικρά κερατάκια, ενα μαύρο ντόμινο που κρατούσε αγκαζέ άλλο πανομοιότυπο ντόμινο. - Θα κοιμάται τώρα· ό,τι κι αν έκανα, δεν κατάφερα να την πείσω να έρθει· μισεί τις εξόδους όσο καμιά. - Κι έτσι έχεις ήσυχο το κεφάλι σου. Σκοπεύεις να μείνεις όλη νύχτα; - Όχι, μέχρι τις τέσσερις. - Καλά θα κάνεις. Τη στιγμή εκείνη είχε απομακρυνθεί αυτός με τα κερατάκια και με δυσκολία μπόρεσα να διακρίνω τις λέξεις που ακολουθούν: - Δεν έχει υποπτευθεί τίποτα. - Μα πώς θα μπορούσε; Αφού έφυγα μία ώρα μετά από αυτόν... - Στις τέσσερις είπε; - Ναι. - Έχουμε χρόνο. Είσαι σίγουρη για την υπηρέτρια; - Δεν υπάρχει κανένας φόβος, αφού... Ένα κύμα ανθρώπων έκοψε την κλωστή της περιέργειάς μου· οι υπόλοιπες λέξεις του διαλόγου μπλέχτηκαν με τις φωνές που επαναλάμβαναν: με ξέρεις; σε κέρω, κλπ. Μήπως τελικά δεν ήταν και πολύ τυχερό για μένα εκείνο το βράδυ να φοράω ένα ντομινό ίδιο όπως όλων των άλλων εραστών, αν και, όπως και να ‘χει, ήμουν πιο ευοίωνος από τον Quevedo, που έμοιαζε με σκοτάδι πίσσα για όσους περίμεναν για να δείρουν τους συγκεκριμένους εραστές; - Ψψψ! Ψψψ! Επιτέλους σε βρήκα – μου είπε μια άλλη μάσκα λυγερή, πιάνοντας μου το χέρι, και με φωνή τρυφερή και αναστατωμένη από μια προσδοκία που μόλις είχε γίνει πραγματικότητα. Με ψάχνεις πολύ ώρα; - Να σου πω την αλήθεια, όχι, γιατί δεν περίμενα να σε βρώ. |